Μηνόδωρος

Μηνόδωρος
Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γιατρός, συνιδρυτής της Ερασιστρατείου σχολής. 2. Ρωμαίος διοικητής στόλου (; – 35 π.Χ.). Ήταν δούλος του Πομπηίου (40 π.Χ.) αλλά απελευθερώθηκε και διορίστηκε αρχηγός του στόλου που κυρίευσε τη Σαρδηνία. Στη συνέχεια πολέμησε εναντίον του Αντωνίου και του Οκταβιανού. Όταν τα στρατεύματα του Οκταβιανού ανακατέλαβαν τη Σαρδηνία, χωρίς την έγκριση του Πομπηίου, υπέγραψε συμφωνία με τον Οκταβιανό, αρνήθηκε τις εντολές του κυρίου του και αφού υπηρέτησε για μία διετία τον Οκταβιανό, επανήλθε στον Πομπήιο και τέλος, λίγο πριν από τον θάνατό του, επέστρεψε στον Οκταβιανό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μηνόδωρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηνοδώρου — Μηνόδωρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηνοδώρῳ — Μηνόδωρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηνόδωρε — Μηνόδωρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηνόδωρον — Μηνόδωρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МЕНОДОР —    • Menodōrus,          Μηνόδωρος,        1. вольноотпущенник Гнея Помпея Великого или сына его Секста, у которого он впоследствии служил начальником флота. В 40 г. после заключения мира между Октавианом и Антонием он грабил берега Северной… …   Реальный словарь классических древностей

  • Menodoros (Begriffsklärung) — Menodoros, altgriechisch Μηνόδωρος, ist der Name folgender antiker Personen: Menodoros (Arzt) 1. Jh. v. Chr., Chirurg in Alexandria Menodoros (Bildhauer) 1. Jh. v. Chr., zur Zeit Caligulas, aus Athen Menodoros † 35 v. Chr. in Siscia, ein antiker… …   Deutsch Wikipedia

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”